Σταματώ στα ισλανδικά
Μετάφραση: σταματώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hætta, stöðva, hætta að, að stöðva, að hætta
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σταματώ
σταματώ κλίση, σταματώ conjugation, δεν σταματώ, δε σταματώ, σταματάω το κάπνισμα, σταματώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, σταματώ στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- σταθμός στα ισλανδικά - stöð, stöðin, Station, stöðvarinnar, stöðina
- σταλάζω στα ισλανδικά - drjúpa, trickle
- στασιασμός στα ισλανδικά - sedition, uppreisn gegn ríkinu
- στασιαστικός στα ισλανδικά - uppreistarmenn, þrjóskur, einber þverúð, Rebellious
Τυχαίες λέξεις
Σταματώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hætta, stöðva, hætta að, að stöðva, að hætta
Μεταφράσεις: hætta, stöðva, hætta að, að stöðva, að hætta