Σταματώ στα σλοβενικά
Μετάφραση: σταματώ, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zastavit, stop, ustavi, ustaviti, ustavite, prenehali
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σταματώ
σταματώ κλίση, σταματώ conjugation, δεν σταματώ, δε σταματώ, σταματάω το κάπνισμα, σταματώ λεξικό γλώσσας σλοβενικά, σταματώ στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- σταθμός στα σλοβενικά - postaja, nádraží, postaje, station, postajo, postaji
- σταλάζω στα σλοβενικά - stékat, trickle, kapljično, Curiti, za kapljično
- στασιασμός στα σλοβενικά - vstaje snovali, Pobuna
- στασιαστικός στα σλοβενικά - uporniški, uporen, uporniška, uporna, uporni
Τυχαίες λέξεις
Σταματώ στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: zastavit, stop, ustavi, ustaviti, ustavite, prenehali
Μεταφράσεις: zastavit, stop, ustavi, ustaviti, ustavite, prenehali