Σταματώ στα τούρκικα
Μετάφραση: σταματώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
durmak, dur, durdurmak, durdurun, durdurma, durdurmaya
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σταματώ
σταματώ κλίση, σταματώ conjugation, δεν σταματώ, δε σταματώ, σταματάω το κάπνισμα, σταματώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, σταματώ στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- σταθμός στα τούρκικα - istasyon, memuriyet, istasyonu, Station, istasyonuna
- σταλάζω στα τούρκικα - damlamak, damlama, bir damlama, damla damla akan şey, yuvarlanmak, akıtmak
- στασιασμός στα τούρκικα - isyana teşvik, fitne, sedition, tahrik, isyan
- στασιαστικός στα τούρκικα - asi, isyankar, isyancı, isyankâr, isyan
Τυχαίες λέξεις
Σταματώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: durmak, dur, durdurmak, durdurun, durdurma, durdurmaya
Μεταφράσεις: durmak, dur, durdurmak, durdurun, durdurma, durdurmaya