Τόλμη στα ισλανδικά

Μετάφραση: τόλμη, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
djarfur, áræði, áræðni, djörfung, sýna áræði
Τόλμη στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τόλμη

τόλμη και γοητεία επεισόδια, τόλμη και γοητεία, τόλμη και γοητεία ποιοι περασαν ποιοι έφυγαν και ποιοι συνεχίζουν ακόμη, τόλμη και γοητεία ετ3, τόλμη και γοητεία ηθοποιοί, τόλμη λεξικό γλώσσας ισλανδικά, τόλμη στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • τωρινός στα ισλανδικά - núverandi, Current, nú, straumur, Núgild
  • τόκος στα ισλανδικά - renta, hugða, áhugi, hagsmunir, vextir, áhuga, vexti, ...
  • τόλμημα στα ισλανδικά - áræði, djarfur, verkefni, hættuspil, verkefni sem, áhættufjármagnssjóði, verkefnis
  • τόνος στα ισλανδικά - framburður, tón, tónn, heyrist, tónninn, hljóðmerki
Τυχαίες λέξεις
Τόλμη στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: djarfur, áræði, áræðni, djörfung, sýna áræði