Τόλμη στα ουγγρικά
Μετάφραση: τόλμη, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
merészség, merészsége, bátorsággal, bátorság, merészségével
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τόλμη
τόλμη και γοητεία επεισόδια, τόλμη και γοητεία, τόλμη και γοητεία ποιοι περασαν ποιοι έφυγαν και ποιοι συνεχίζουν ακόμη, τόλμη και γοητεία ετ3, τόλμη και γοητεία ηθοποιοί, τόλμη λεξικό γλώσσας ουγγρικά, τόλμη στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- τωρινός στα ουγγρικά - közhasználatú, jelenlegi, aktuális, folyó, áram, a jelenlegi
- τόκος στα ουγγρικά - kamat, érdek, érdeklődés, érdekű, érdeke
- τόλμημα στα ουγγρικά - vállalkozás, kockázati, vállalat, kockázatitőke
- τόνος στα ουγγρικά - hangsúly, hangsúlyjel, hanghordozás, hangszínezet, ékezet, hangszín, stressz, ...
Τυχαίες λέξεις
Τόλμη στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: merészség, merészsége, bátorsággal, bátorság, merészségével
Μεταφράσεις: merészség, merészsége, bátorsággal, bátorság, merészségével