Τόλμη στα σουηδικά
Μετάφραση: τόλμη, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
djärvhet, mod, frimodighet, modighet, frimodiga
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τόλμη
τόλμη και γοητεία επεισόδια, τόλμη και γοητεία, τόλμη και γοητεία ποιοι περασαν ποιοι έφυγαν και ποιοι συνεχίζουν ακόμη, τόλμη και γοητεία ετ3, τόλμη και γοητεία ηθοποιοί, τόλμη λεξικό γλώσσας σουηδικά, τόλμη στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- τωρινός στα σουηδικά - nuvarande, ström, aktuella, aktuell
- τόκος στα σουηδικά - angå, intresse, ränta, intresse i, ränte, intresset
- τόλμημα στα σουηδικά - satsning, företag, företaget, riskkapital
- τόνος στα σουηδικά - påfrestning, accent, tryck, brytning, tonfall, ton, betoning, ...
Τυχαίες λέξεις
Τόλμη στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: djärvhet, mod, frimodighet, modighet, frimodiga
Μεταφράσεις: djärvhet, mod, frimodighet, modighet, frimodiga