Μειοψηφία στα ιταλικά

Μετάφραση: μειοψηφία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
minoranza, minorità, di minoranza, minoritaria, minoranze, terzi
Μειοψηφία στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μειοψηφία

καταστατική μειοψηφία, μειοψηφία ορισμός, αναστέλλουσα μειοψηφία, μαχόμενη μειοψηφία, μειοψηφία λεξικό γλώσσας ιταλικά, μειοψηφία στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • μεθύστακας στα ιταλικά - ubriacone, ramino, rummy, a ramino, di ramino, del ramino
  • μειονέκτημα στα ιταλικά - inconveniente, pregiudizio, svantaggio, svantaggi, di svantaggio, svantaggiate
  • μειώνομαι στα ιταλικά - scemare, diminuire, abbattere, stilla, goccia, gocciola, rimpicciolire, ...
  • μειώνω στα ιταλικά - attenuare, restringere, rilassare, diminuire, ridurre, rimpicciolire, scemare, ...
Τυχαίες λέξεις
Μειοψηφία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: minoranza, minorità, di minoranza, minoritaria, minoranze, terzi