Μειοψηφία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μειοψηφία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
minorias, menoridade, minoria, minoritária, minoritário, minoritários, minority
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μειοψηφία
καταστατική μειοψηφία, μειοψηφία ορισμός, αναστέλλουσα μειοψηφία, μαχόμενη μειοψηφία, μειοψηφία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μειοψηφία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μεθύστακας στα πορτογαλικά - beberrão, rummy, rummy de, do rummy, o rummy
- μειονέκτημα στα πορτογαλικά - desacostumar, desvantagem, desvantagens, inconveniente, desvantagem de, prejuízo
- μειώνομαι στα πορτογαλικά - pender, inclinação, gota, gastar, dimensão, pingo, cair, ...
- μειώνω στα πορτογαλικά - baixar, abater, diminua, menos, depilar, amainar, diminuir, ...
Τυχαίες λέξεις
Μειοψηφία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: minorias, menoridade, minoria, minoritária, minoritário, minoritários, minority
Μεταφράσεις: minorias, menoridade, minoria, minoritária, minoritário, minoritários, minority