Κατοχή στα λευκορωσικά
Μετάφραση: κατοχή, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
валоданне, валоданьне, ўладанне, уладанне, на валоданьне
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατοχή
κατοχή αντίσταση και απελευθέρωση, κατοχή 1941, κατοχή ναρκωτικών ποινή, κατοχή λεξικό, κατοχή στην ελλάδα, κατοχή λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κατοχή στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- κατολίσθηση στα λευκορωσικά - слізгальны, зменны, слізгальная, слізготны, імчыцца
- κατορθώνω στα λευκορωσικά - прыходзiць, прыстань, адбыцца, пакласці, пакласьці
- κατοχυρώνω στα λευκορωσικά - абараняць, умацоўваць, ўмацоўваць, мацаваць
- κατράμι στα λευκορωσικά - крок
Τυχαίες λέξεις
Κατοχή στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: валоданне, валоданьне, ўладанне, уладанне, на валоданьне
Μεταφράσεις: валоданне, валоданьне, ўладанне, уладанне, на валоданьне