Δεσμεύω στα νορβηγικά

Μετάφραση: δεσμεύω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
begå, fotlenke, fetter, Petter
Δεσμεύω στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσμεύω

δεσμεύω χρήματα, δεσμεύω συνωνυμα, δεσμεύω συνώνυμα, δεσμεύω στα αγγλικά, δεσμεύω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, δεσμεύω στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • δεσμίδα στα νορβηγικά - pakke, nek, knippe, bunt, bylt, ris, ream, ...
  • δεσμευτικός στα νορβηγικά - bindende, binding, forpliktende, bindings, bindingen
  • δεσμοφύλακας στα νορβηγικά - fangevokteren, fangevokter, jailer, fengselsvokter, fangevokte
  • δεσμός στα νορβηγικά - anliggende, forretning, sak, ting, affære, obligasjon, bond, ...
Τυχαίες λέξεις
Δεσμεύω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: begå, fotlenke, fetter, Petter