Δεσμεύω στα τούρκικα
Μετάφραση: δεσμεύω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yapmak, köstek, pranga, fetter, bir pranga olarak, gelişimini engellediğinin
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεσμεύω
δεσμεύω χρήματα, δεσμεύω συνωνυμα, δεσμεύω συνώνυμα, δεσμεύω στα αγγλικά, δεσμεύω λεξικό γλώσσας τούρκικα, δεσμεύω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- δεσμίδα στα τούρκικα - paket, demet, delmek, kağıt topu, ream, etmemekte, delik açmak
- δεσμευτικός στα τούρκικα - bağlayıcı, bağlama, bağlanma, bağlanması, ciltleme
- δεσμοφύλακας στα τούρκικα - gardiyan, Jailer, zindancı, hapsederek onun gardiyanı, Lütfen Gardiyan
- δεσμός στα τούρκικα - konu, ise, iş, olay, mesele, bağ, tahvil, ...
Τυχαίες λέξεις
Δεσμεύω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yapmak, köstek, pranga, fetter, bir pranga olarak, gelişimini engellediğinin
Μεταφράσεις: yapmak, köstek, pranga, fetter, bir pranga olarak, gelişimini engellediğinin