Ανέγερση στα ουγγρικά

Μετάφραση: ανέγερση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
erekció, merevedés, szerelése, felállítása, erekciót
Ανέγερση στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανέγερση

ανέγερση μουσείου μεσσαράς ηράκλειο, ανέγερση κτιρίου σε οικόπεδο τρίτου, ανέγερση κατοικίας, ανέγερση κατοικίας κόστος, ανέγερση σχολείων, ανέγερση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ανέγερση στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ανάφλεξη στα ουγγρικά - izzítás, begyújtás, begyulladás, hevítés, gyújtás, gyújtású, gyújtást, ...
  • ανάχωμα στα ουγγρικά - országalma, érckibukkanás, földhányás, gurítódomb, sziklapad, pénzintézet, persely, ...
  • ανέκδοτο στα ουγγρικά - anekdota, adoma, anekdotát, anekdotával, anekdóta
  • ανέκφραστος στα ουγγρικά - pléhpofa, pléhpofával, pléhpofájú, fapofával, kicsit dühös
Τυχαίες λέξεις
Ανέγερση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: erekció, merevedés, szerelése, felállítása, erekciót