Ανέγερση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ανέγερση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
teia, estrutura, ereção, erecção, montagem, construção, a ereção
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανέγερση
ανέγερση μουσείου μεσσαράς ηράκλειο, ανέγερση κτιρίου σε οικόπεδο τρίτου, ανέγερση κατοικίας, ανέγερση κατοικίας κόστος, ανέγερση σχολείων, ανέγερση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανέγερση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ανάφλεξη στα πορτογαλικά - si, ignição, combustão, se, de ignição, ignição por, da ignição, ...
- ανάχωμα στα πορτογαλικά - pilha, chusma, margem, ruma, montão, banco, multidão, ...
- ανέκδοτο στα πορτογαλικά - anedota, episódio, anecdote, piada, anedotas
- ανέκφραστος στα πορτογαλικά - sem expressão, inexpressivo, impassível, inexpressiva, deadpan
Τυχαίες λέξεις
Ανέγερση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: teia, estrutura, ereção, erecção, montagem, construção, a ereção
Μεταφράσεις: teia, estrutura, ereção, erecção, montagem, construção, a ereção