Ανέγερση στα ολλανδικά
Μετάφραση: ανέγερση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
constructie, bouw, inrichting, samenstelling, structuur, erectie, montage, erectie te, oprichting
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανέγερση
ανέγερση μουσείου μεσσαράς ηράκλειο, ανέγερση κτιρίου σε οικόπεδο τρίτου, ανέγερση κατοικίας, ανέγερση κατοικίας κόστος, ανέγερση σχολείων, ανέγερση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανέγερση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ανάφλεξη στα ολλανδικά - ontsteking, verbranding, ontbranding, contact, contactsleutel, contactslot
- ανάχωμα στα ολλανδικά - schare, stapel, tas, waterkant, hoop, bank, menigte, ...
- ανέκδοτο στα ολλανδικά - anekdote, anecdote
- ανέκφραστος στα ολλανδικά - deadpan, uitgestreken, uitgestreken gezicht, effen, stalen gezicht
Τυχαίες λέξεις
Ανέγερση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: constructie, bouw, inrichting, samenstelling, structuur, erectie, montage, erectie te, oprichting
Μεταφράσεις: constructie, bouw, inrichting, samenstelling, structuur, erectie, montage, erectie te, oprichting