Κεφάλαιο στα πολωνικά

Μετάφραση: κεφάλαιο, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
posiadłość, awantaż, zaleta, własność, wkład, zasób, atut, kapitał, stolica, stołeczny, kapitału, stolicy
Κεφάλαιο στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κεφάλαιο

κεφάλαιο 10ο - φως, κεφάλαιο κίνησης, κεφάλαιο αε, κεφάλαιο plus άνοδος, κεφάλαιο εφημερίδα, κεφάλαιο λεξικό γλώσσας πολωνικά, κεφάλαιο στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • κερνώ στα πολωνικά - gościć, kurować, uważać, przyjmować, traktować, leczyć, uczta, ...
  • κεσάτι στα πολωνικά - kryzys, osuwać, załamywać, opadać, krach, załamanie, kesati
  • κεφάλι στα πολωνικά - nagłówek, piana, czub, obuch, kożuch, umysł, mózgownica, ...
  • κεφάτος στα πολωνικά - wietrzny, wesoły, zabawny, pogodny, jowialny, żwawy, merry, ...
Τυχαίες λέξεις
Κεφάλαιο στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: posiadłość, awantaż, zaleta, własność, wkład, zasób, atut, kapitał, stolica, stołeczny, kapitału, stolicy