Μανιβέλα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μανιβέλα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
manivela, de manivela, crank, da manivela, manivela de
Μανιβέλα στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μανιβέλα

μανιβέλα πατρα, μανιβέλα τέντας, μανιβέλα αγγλικα, μανιβέλα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μανιβέλα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μανιακός στα πορτογαλικά - louco, maníaco, maniac, maníaca, maniaco
  • μανιασμένος στα πορτογαλικά - prado, selvagem, feroz, furioso, raivoso, bravio, fulo, ...
  • μανικέτι στα πορτογαλικά - canhão, manguito, punho, cuff, braçadeira
  • μανιτάρι στα πορτογαλικά - fungo, museu, cogumelo, cogumelos, de cogumelos, mushroom, do cogumelo
Τυχαίες λέξεις
Μανιβέλα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: manivela, de manivela, crank, da manivela, manivela de