Έθιμο στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: έθιμο, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
обичај, сопствени, обичајот, сопствен, на сопствени
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έθιμο
έθιμο της αγάπης, έθιμο του «κουκουμά» στη σύμη, έθιμο του μάρτη, έθιμο μάρτης, έθιμο χαρταετού, έθιμο λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, έθιμο στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- έδρανο στα σλαβομακεδονικά - лого, лежишта, лежиште, влијание, имајќи
- έθιμα στα σλαβομακεδονικά - царинскиот, царинските, обичаи, царинската, царинска
- έθνος στα σλαβομακεδονικά - нацијата, нација, народ, земја, народот
- έκβαση στα σλαβομακεδονικά - исходот, резултат, исход, резултатот, резултатите
Τυχαίες λέξεις
Έθιμο στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: обичај, сопствени, обичајот, сопствен, на сопствени
Μεταφράσεις: обичај, сопствени, обичајот, сопствен, на сопствени