Ασχολία στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ασχολία, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
професија, окупацијата, занимање, окупација, занимањето
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασχολία
ασχολία συνώνυμο, ασχολία ετυμολογία, ασχολία συνώνυμα, ασχολία λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ασχολία στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ασφυξία στα σλαβομακεδονικά - задушување, гушење, загушување, и задушување, задушаване
- ασφόδελος στα σλαβομακεδονικά - нарциси
- ασωτία στα σλαβομακεδονικά - блуд
- ασύγχρονος στα σλαβομακεδονικά - асинхрони, асинхрон, асинхрона, асинхроно, на асинхрони
Τυχαίες λέξεις
Ασχολία στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: професија, окупацијата, занимање, окупација, занимањето
Μεταφράσεις: професија, окупацијата, занимање, окупација, занимањето