Διακρίσεις στα σουηδικά

Μετάφραση: διακρίσεις, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
diskriminering, diskriminerings, diskriminering på, diskrimineringen, av diskriminering
Διακρίσεις στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακρίσεις

διακρίσεις διοικητικών πράξεων, διακρίσεις των νόμων, διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, διακρίσεις εις βάρος των γυναικών στην ελλάδα, διακρίσεις λόγω φύλου στην εργασία, διακρίσεις λεξικό γλώσσας σουηδικά, διακρίσεις στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • διακοπή στα σουηδικά - uppehåll, rast, paus, avbrott, avbrottet, avbrytande, avbryts
  • διακοσμώ στα σουηδικά - dekorera, pryda, smycka, paljett, Spangle, glitter, spanglen, ...
  • διακριτικό στα σουηδικά - särskiljande, distinkt, särskiljnings, särskiljningsförmåga, utmärkande
  • διακριτικός στα σουηδικά - diskret, särskiljande, distinkt, särskiljnings, särskiljningsförmåga, utmärkande
Τυχαίες λέξεις
Διακρίσεις στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: diskriminering, diskriminerings, diskriminering på, diskrimineringen, av diskriminering