Διακρίσεις στα τσεχικά
Μετάφραση: διακρίσεις, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
diskriminace, rozlišování, diskriminaci, diskriminací, k diskriminaci, diskriminace na
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακρίσεις
διακρίσεις διοικητικών πράξεων, διακρίσεις των νόμων, διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, διακρίσεις εις βάρος των γυναικών στην ελλάδα, διακρίσεις λόγω φύλου στην εργασία, διακρίσεις λεξικό γλώσσας τσεχικά, διακρίσεις στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- διακοπή στα τσεχικά - rozluka, prodlévat, vyčlenění, pomlčka, pomlka, pauza, přerušení, ...
- διακοσμώ στα τσεχικά - vyznamenat, malovat, ozdobit, vyzdobit, okrášlit, krášlit, dekorovat, ...
- διακριτικό στα τσεχικά - odznak, rozlišovací, výrazný, rozlišovací způsobilost, výrazné, výrazná
- διακριτικός στα τσεχικά - opatrný, rozvážný, obezřelý, diskrétní, nevtíravý, nespojitý, nenápadný, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακρίσεις στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: diskriminace, rozlišování, diskriminaci, diskriminací, k diskriminaci, diskriminace na
Μεταφράσεις: diskriminace, rozlišování, diskriminaci, diskriminací, k diskriminaci, diskriminace na