Διακρίσεις στα ολλανδικά

Μετάφραση: διακρίσεις, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
discriminatie, van discriminatie, discriminatie op, onderscheid, discriminatiebeginsel
Διακρίσεις στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακρίσεις

διακρίσεις διοικητικών πράξεων, διακρίσεις των νόμων, διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, διακρίσεις εις βάρος των γυναικών στην ελλάδα, διακρίσεις λόγω φύλου στην εργασία, διακρίσεις λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διακρίσεις στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διακοπή στα ολλανδικά - pauzeren, rust, schorsing, breuk, onderbreking, interruptie, pauze, ...
  • διακοσμώ στα ολλανδικά - tooien, uitdossen, decoreren, versieren, opsieren, lovertje, spangle, ...
  • διακριτικό στα ολλανδικά - insigne, blazoen, wapen, onderscheidend, kenmerkend, karakteristiek, onderscheidende, ...
  • διακριτικός στα ολλανδικά - bescheiden, onopvallend, discreet, onderscheidend, kenmerkend, karakteristiek, onderscheidende, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακρίσεις στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: discriminatie, van discriminatie, discriminatie op, onderscheid, discriminatiebeginsel