Διακρίσεις στα πολωνικά

Μετάφραση: διακρίσεις, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dyskryminacja, odróżnianie, przenikliwość, rozróżnianie, rozeznanie, wybór, smak, dyskryminacji, dyskryminację, dyskryminacją, dyskryminacja ze
Διακρίσεις στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακρίσεις

διακρίσεις διοικητικών πράξεων, διακρίσεις των νόμων, διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, διακρίσεις εις βάρος των γυναικών στην ελλάδα, διακρίσεις λόγω φύλου στην εργασία, διακρίσεις λεξικό γλώσσας πολωνικά, διακρίσεις στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • διακοπή στα πολωνικά - wstrzymywanie, pauzować, przerywać, przerwanie, wstrzymać, przerwa, przerywanie, ...
  • διακοσμώ στα πολωνικά - malować, przyozdobić, udekorować, dekorować, odnowić, ozdobić, ozdabiać, ...
  • διακριτικό στα πολωνικά - znikomość, emblemat, charakterystyczny, wyróżniający, rozpoznawczy, odróżniający, odróżniającego
  • διακριτικός στα πολωνικά - taktowny, nieciągły, rozważny, dyskretny, roztropny, rozsądny, charakterystyczny, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακρίσεις στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: dyskryminacja, odróżnianie, przenikliwość, rozróżnianie, rozeznanie, wybór, smak, dyskryminacji, dyskryminację, dyskryminacją, dyskryminacja ze