Κολλητός στα τούρκικα

Μετάφραση: κολλητός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kapanmak, kapamak, züppe, Dostum, Dude, Ahbap, Adamım
Κολλητός στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολλητός

κολλητός βικιλεξικο, κολλητός συνώνυμα, κολλητός φίλος, κολλητός των αδελφών κασιδιάρη ο υιός μπαλτάκου, κολλητός λεξικό γλώσσας τούρκικα, κολλητός στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • κολλαρίζω στα τούρκικα - kola, nişasta, kollarizo
  • κολλητικός στα τούρκικα - bulaşıcı, enfeksiyöz, enfeksiyon, infeksiyöz, infeksiyon
  • κολλιτσίδα στα τούρκικα - dulavratotu, burdock, çakır dikeni, dulavrat otu, dulavrat
  • κολλώ στα τούρκικα - tutkal, elim, yelim, sopa, çubuk, stick, çubuğu, ...
Τυχαίες λέξεις
Κολλητός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kapanmak, kapamak, züppe, Dostum, Dude, Ahbap, Adamım