Βούληση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: βούληση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
querer, vontade, vai, será, irá, vão
Βούληση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βούληση

δικαιοπρακτική βούληση, βούληση περίθαλψης εν αδυναμία, ελεύθερη βούληση, κατά βούληση, βούληση για δύναμη, βούληση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βούληση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • βουτώ στα πορτογαλικά - almoço, divã, captura, roubar, abismar-se, beliscar, banhar, ...
  • βούλα στα πορτογαλικά - animal, ponto, selo, recinto, touro, lugar, mácula, ...
  • βούρτσα στα πορτογαλικά - matagais, arvoredo, escova, pincel, escova de, da escova, brush
  • βούτυρο στα πορτογαλικά - manteiga, manteiga de, a manteiga, de manteiga, da manteiga
Τυχαίες λέξεις
Βούληση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: querer, vontade, vai, será, irá, vão