Βούληση στα λευκορωσικά
Μετάφραση: βούληση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хацець, воля, волі
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βούληση
δικαιοπρακτική βούληση, βούληση περίθαλψης εν αδυναμία, ελεύθερη βούληση, κατά βούληση, βούληση για δύναμη, βούληση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, βούληση στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- βουτώ στα λευκορωσικά - апускаць, пагружаць, апускай, апускацца
- βούλα στα λευκορωσικά - гарох, бык, гузiк, кропка, пункт
- βούρτσα στα λευκορωσικά - щчотка, шчотка
- βούτυρο στα λευκορωσικά - масло, алей, масла
Τυχαίες λέξεις
Βούληση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: хацець, воля, волі
Μεταφράσεις: хацець, воля, волі