Βούληση στα ισλανδικά
Μετάφραση: βούληση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mun, verður, vilja, munu, munt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βούληση
δικαιοπρακτική βούληση, βούληση περίθαλψης εν αδυναμία, ελεύθερη βούληση, κατά βούληση, βούληση για δύναμη, βούληση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βούληση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- βουτώ στα ισλανδικά - ögn, ausa, kafa, dýfa, stela, submerse
- βούλα στα ισλανδικά - innsigla, eygja, innsigli, punktur, punkta, punkt, punkturinn, ...
- βούρτσα στα ισλανδικά - bursta, bursti, pensill
- βούτυρο στα ισλανδικά - smjör, smjöri, smjörið, smjörs
Τυχαίες λέξεις
Βούληση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: mun, verður, vilja, munu, munt
Μεταφράσεις: mun, verður, vilja, munu, munt