Βούληση στα ουκρανικά
Μετάφραση: βούληση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
волгоградський, воля, волю
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βούληση
δικαιοπρακτική βούληση, βούληση περίθαλψης εν αδυναμία, ελεύθερη βούληση, κατά βούληση, βούληση για δύναμη, βούληση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βούληση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- βουτώ στα ουκρανικά - нахилятись, займати, крадіжка, щипці, клешні, примадонни, нахиляти, ...
- βούλα στα ουκρανικά - булла, бичачий, слона, точка, процвітати, бугай, тюлень, ...
- βούρτσα στα ουκρανικά - щітка, садно, вичесати, вичісувати, щетка
- βούτυρο στα ουκρανικά - масло, олія, олію
Τυχαίες λέξεις
Βούληση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: волгоградський, воля, волю
Μεταφράσεις: волгоградський, воля, волю