Βούληση στα δανικά

Μετάφραση: βούληση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vilje, vil
Βούληση στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βούληση

δικαιοπρακτική βούληση, βούληση περίθαλψης εν αδυναμία, ελεύθερη βούληση, κατά βούληση, βούληση για δύναμη, βούληση λεξικό γλώσσας δανικά, βούληση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • βουτώ στα δανικά - stjæle, dykke, synke, submerse, Dyp, nedsænke, neddyppes, ...
  • βούλα στα δανικά - tyr, klat, plads, punkt, plet, han, opdage, ...
  • βούρτσα στα δανικά - børste, krat, pensel, børsten, brush, penslen
  • βούτυρο στα δανικά - smør, smoer, smørret, smør med
Τυχαίες λέξεις
Βούληση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vilje, vil