Βούληση στα τούρκικα

Μετάφραση: βούληση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
irade, olacak, olacaktır, olur, will
Βούληση στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βούληση

δικαιοπρακτική βούληση, βούληση περίθαλψης εν αδυναμία, ελεύθερη βούληση, κατά βούληση, βούληση για δύναμη, βούληση λεξικό γλώσσας τούρκικα, βούληση στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • βουτώ στα τούρκικα - batmak, çimdiklemek, yankesici, aşırmak, daldırmak, çalmak, dalmak, ...
  • βούλα στα τούρκικα - fok, yer, ayıbalığı, mühürlemek, leke, boğa, nokta, ...
  • βούρτσα στα τούρκικα - fırça, fırçası, fırçalar, fýrça, bir fırça
  • βούτυρο στα τούρκικα - tereyağı, yağı, ezmesi, tereyağ, butter
Τυχαίες λέξεις
Βούληση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: irade, olacak, olacaktır, olur, will