Επιτήδευση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: επιτήδευση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sofisticação, a sofisticação, sophistication, de sofisticação, da sofisticação
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτήδευση
επιτήδευση συνώνυμο, επιτήδευση ορισμος, επιτήδευση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επιτήδευση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- επιτήδειος στα πορτογαλικά - jeitoso, derrapar, perito, ágil, mestre, patim, hábil, ...
- επιτήδευμα στα πορτογαλικά - ofício, comércio, profissão, transacção, tractor, indústria, arte, ...
- επιτήρηση στα πορτογαλικά - vigilância, fiscalização, de vigilância, supervisão, a vigilância
- επιτίθεμαι στα πορτογαλικά - agredir, crise, atacar, ataque, acometer, impugnar, assaltar, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιτήδευση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sofisticação, a sofisticação, sophistication, de sofisticação, da sofisticação
Μεταφράσεις: sofisticação, a sofisticação, sophistication, de sofisticação, da sofisticação