Επιτήδευση στα τούρκικα

Μετάφραση: επιτήδευση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çok yönlülük, entellektüellik, yapmacıklık, bilmişlik, ilerilik
Επιτήδευση στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιτήδευση

επιτήδευση συνώνυμο, επιτήδευση ορισμος, επιτήδευση λεξικό γλώσσας τούρκικα, επιτήδευση στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • επιτήδειος στα τούρκικα - becerikli, hünerli, usta, deft, marifetli, usta bir
  • επιτήδευμα στα τούρκικα - meslek, iş, zanaat, bir, a
  • επιτήρηση στα τούρκικα - gözetim, gözetleme, izleme, gözetimi, sürveyans
  • επιτίθεμαι στα τούρκικα - nöbet, hücum, saldırı, saldırmak, saçmak, sert ve ani çıkış, saldırmaya, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιτήδευση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: çok yönlülük, entellektüellik, yapmacıklık, bilmişlik, ilerilik