Επιτήδευση στα ουκρανικά

Μετάφραση: επιτήδευση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вдавання, манірність, витонченість
Επιτήδευση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιτήδευση

επιτήδευση συνώνυμο, επιτήδευση ορισμος, επιτήδευση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επιτήδευση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • επιτήδειος στα ουκρανικά - досвідчений, удатний, тямущий, ловкий, майстерний, умілий, вправний, ...
  • επιτήδευμα στα ουκρανικά - професійно-технічний, голосовий, фах, торгувати, професія, торгівля, Торговельне, ...
  • επιτήρηση στα ουκρανικά - спостереження, керівництво, нагляд, стеження
  • επιτίθεμαι στα ουκρανικά - штурмувати, штурм, труїти, нападати, напад, цькувати, атакувати, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιτήδευση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вдавання, манірність, витонченість