Επιτήδευση στα δανικά

Μετάφραση: επιτήδευση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
raffinement, sofistikerede, avancerede, sofistikeret, elegance
Επιτήδευση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιτήδευση

επιτήδευση συνώνυμο, επιτήδευση ορισμος, επιτήδευση λεξικό γλώσσας δανικά, επιτήδευση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επιτήδειος στα δανικά - ekspert, dygtig, behændig, Ferme, fingernem, ferm, deft
  • επιτήδευμα στα δανικά - stilling, kald, handel, handle, en, et, a, ...
  • επιτήρηση στα δανικά - overvågning, tilsyn, overvågningen, overvågning af, kontrol
  • επιτίθεμαι στα δανικά - angribe, angreb, lange ud, lash, at lange ud, piskeslag, give piskeslag
Τυχαίες λέξεις
Επιτήδευση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: raffinement, sofistikerede, avancerede, sofistikeret, elegance