Επιτήδευση στα λιθουανικά
Μετάφραση: επιτήδευση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rafinuotumas, išrankumas, išprusimas, vis išradingesni
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτήδευση
επιτήδευση συνώνυμο, επιτήδευση ορισμος, επιτήδευση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επιτήδευση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- επιτήδειος στα λιθουανικά - nagingas, vikrus, miklus, Sudėtys, mitrus, Tobulėti
- επιτήδευμα στα λιθουανικά - prekiauti, prekyba, pašaukimas
- επιτήρηση στα λιθουανικά - priežiūra, priežiūros, stebėjimo, stebėjimas, priežiūrą
- επιτίθεμαι στα λιθουανικά - užpuolimas, užpulti, ataka, išprievartavimas, prapliupti, staiga paspirti, Ginčai pinigais
Τυχαίες λέξεις
Επιτήδευση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: rafinuotumas, išrankumas, išprusimas, vis išradingesni
Μεταφράσεις: rafinuotumas, išrankumas, išprusimas, vis išradingesni