Παρείσακτος στα λιθουανικά

Μετάφραση: παρείσακτος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įsibrovėlis, įsilaužimo, įsibrovimo, intruder, uzurpatorius
Παρείσακτος στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παρείσακτος

παρείσακτος ετυμολογία, παρείσακτος συνώνυμα, παρείσακτος αγγλικα, παρείσακτος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, παρείσακτος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • παραχωρώ στα λιθουανικά - suteikti, suteikia, skirti, teikti, išduoti
  • παραχώρηση στα λιθουανικά - nuolaida, koncesija, koncesijos, lengvata, koncesiją
  • παρεκκλήσι στα λιθουανικά - koplyčia, Chapel, koplyčios, koplyčią, koplytėlė
  • παρεκκλίνω στα λιθουανικά - pralanka, atitraukti, atsarginis kelias, Apbraucamais kelias, Atidedamos nagrinėjimas
Τυχαίες λέξεις
Παρείσακτος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įsibrovėlis, įsilaužimo, įsibrovimo, intruder, uzurpatorius