Παρείσακτος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: παρείσακτος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нарушител, натрапник, нашественик, нарушители, на нарушител
Παρείσακτος στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παρείσακτος

παρείσακτος ετυμολογία, παρείσακτος συνώνυμα, παρείσακτος αγγλικα, παρείσακτος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, παρείσακτος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • παραχωρώ στα βουλγαρικά - отпускане, даване, предоставят, предостави, издават
  • παραχώρηση στα βουλγαρικά - отстъпка, концесия, концесионния, на концесия, концесионен
  • παρεκκλήσι στα βουλγαρικά - гробница, параклис, параклиса, църква, параклисът
  • παρεκκλίνω στα βουλγαρικά - забавям, отлагам, глуха линия, вкарвам в страничен коловоз, запасен коловоз
Τυχαίες λέξεις
Παρείσακτος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: нарушител, натрапник, нашественик, нарушители, на нарушител