Παρείσακτος στα σουηδικά
Μετάφραση: παρείσακτος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inkräktare, inkräktaren, inbrotts, inkräkta, inbrottslarm
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παρείσακτος
παρείσακτος ετυμολογία, παρείσακτος συνώνυμα, παρείσακτος αγγλικα, παρείσακτος λεξικό γλώσσας σουηδικά, παρείσακτος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- παραχωρώ στα σουηδικά - bevilja, ge, beviljar, medge, ger
- παραχώρηση στα σουηδικά - eftergift, koncession, koncessions, koncessionen
- παρεκκλήσι στα σουηδικά - skrin, kapell, Chapel, kapellet, Gudstjänst
- παρεκκλίνω στα σουηδικά - sidospår, Sidetrack, sidobrunn, sidobrunnen, Sidetrack är
Τυχαίες λέξεις
Παρείσακτος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: inkräktare, inkräktaren, inbrotts, inkräkta, inbrottslarm
Μεταφράσεις: inkräktare, inkräktaren, inbrotts, inkräkta, inbrottslarm