Παρείσακτος στα ουκρανικά

Μετάφραση: παρείσακτος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
побічний, випадковий, додатковий, порушник, порушника
Παρείσακτος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παρείσακτος

παρείσακτος ετυμολογία, παρείσακτος συνώνυμα, παρείσακτος αγγλικα, παρείσακτος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, παρείσακτος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • παραχωρώ στα ουκρανικά - допускати, уступати, поміщати, подарувати, нагороджувати, припустити, припускатися, ...
  • παραχώρηση στα ουκρανικά - поступка, уступка, концесія, поступлення, відступлення, поступку
  • παρεκκλήσι στα ουκρανικά - рака, каплиця, каплицю, капличка, часовня
  • παρεκκλίνω στα ουκρανικά - відхиліться, запасний, резервний, запасну
Τυχαίες λέξεις
Παρείσακτος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: побічний, випадковий, додатковий, порушник, порушника