Παρείσακτος στα γερμανικά

Μετάφραση: παρείσακτος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hinzukommend, Eindringling, Einbruch, Eindringlings, Einbrecher, Angreifer
Παρείσακτος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παρείσακτος

παρείσακτος ετυμολογία, παρείσακτος συνώνυμα, παρείσακτος αγγλικα, παρείσακτος λεξικό γλώσσας γερμανικά, παρείσακτος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • παραχωρώ στα γερμανικά - gewähren, erteilen, bewilligen, Erteilung, zu gewähren
  • παραχώρηση στα γερμανικά - zugeständnis, konzession, Konzession, Zugeständnis, Konzessions, Konzessionen
  • παρεκκλήσι στα γερμανικά - heiligengrab, schrein, Kapelle, chapel
  • παρεκκλίνω στα γερμανικά - ablenken, Abstellgleis, Sidetrack, Abzweigungsloch, Nebengleis
Τυχαίες λέξεις
Παρείσακτος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: hinzukommend, Eindringling, Einbruch, Eindringlings, Einbrecher, Angreifer