Παρείσακτος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: παρείσακτος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
intruso, invasor, intrusos, intrusão, intruder
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παρείσακτος
παρείσακτος ετυμολογία, παρείσακτος συνώνυμα, παρείσακτος αγγλικα, παρείσακτος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, παρείσακτος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- παραχωρώ στα πορτογαλικά - admitir, conceder, concessão, conceda, concederá, conceder a
- παραχώρηση στα πορτογαλικά - concessão, de concessão, concessão de, concessões, da concessão
- παρεκκλήσι στα πορτογαλικά - capela, Chapel, capela de, capela do
- παρεκκλίνω στα πορτογαλικά - definição, afastar, repercutir, desvio, sidetrack, adiar a solução de
Τυχαίες λέξεις
Παρείσακτος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: intruso, invasor, intrusos, intrusão, intruder
Μεταφράσεις: intruso, invasor, intrusos, intrusão, intruder