Παρείσακτος στα ουγγρικά
Μετάφραση: παρείσακτος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
betolakodó, behatoló, betolakodót, behatolót, a behatoló
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παρείσακτος
παρείσακτος ετυμολογία, παρείσακτος συνώνυμα, παρείσακτος αγγλικα, παρείσακτος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, παρείσακτος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- παραχωρώ στα ουγγρικά - biztosít, megadását, megadja, adnak, adhat
- παραχώρηση στα ουγγρικά - koncesszió, engedmény, koncessziós, koncessziót, engedményt
- παρεκκλήσι στα ουγγρικά - oltár, kegyhely, ereklyetartó, kápolna, kápolnát, kápolnában, kápolnába, ...
- παρεκκλίνω στα ουγγρικά - sidetrack, kiferdítés, mellékvágány, eltérítése
Τυχαίες λέξεις
Παρείσακτος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: betolakodó, behatoló, betolakodót, behatolót, a behatoló
Μεταφράσεις: betolakodó, behatoló, betolakodót, behatolót, a behatoló