Προσωπικός στα γερμανικά

Μετάφραση: προσωπικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
persönlich, persönlichen, persönliche, persönlicher, personenbezogenen
Προσωπικός στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικός

προσωπικός φάκελος υγείας, προσωπικός υπολογιστής, προσωπικός χάρτης, προσωπικός ψηφιακός βοηθός, προσωπικός μαγνητισμός, προσωπικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, προσωπικός στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • προσωπικά στα γερμανικά - persönlich, selbst, persönliche, persönlichen, persönlich zu
  • προσωπικό στα γερμανικά - personalbestand, stab, belegschaft, personal, fakultät, Personal, Mitarbeiter, ...
  • προσωπικός στα γερμανικά - persönlich, persönlichen, persönliche, persönlicher, personenbezogenen
  • προσωπικότητα στα γερμανικά - persönlichkeit, Persönlichkeit, Persönlichkeits, Person
  • προσωποποιώ στα γερμανικά - imitieren, nachahmen, verkörpern, auszugeben, ausgeben
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: persönlich, persönlichen, persönliche, persönlicher, personenbezogenen