Προσωπικός στα κροατικά

Μετάφραση: προσωπικός, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osobni, vlastitu, osobne, pokretan, privatan, osobno, osobna, osobnih
Προσωπικός στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικός

προσωπικός φάκελος υγείας, προσωπικός υπολογιστής, προσωπικός χάρτης, προσωπικός ψηφιακός βοηθός, προσωπικός μαγνητισμός, προσωπικός λεξικό γλώσσας κροατικά, προσωπικός στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • προσωπικά στα κροατικά - sam, osobno, osobnim, lično, je osobno, osobne, se osobno
  • προσωπικό στα κροατικά - štap, kadar, motka, palica, uprava, jarbol, osoblje, ...
  • προσωπικός στα κροατικά - osobni, vlastitu, osobne, pokretan, privatan, osobno, osobna, ...
  • προσωπικότητα στα κροατικά - osobnost, identitet, ličnost, osoba, osobnosti, ličnosti
  • προσωποποιώ στα κροατικά - personificirati, oličavati, utjeloviti, predstavljati, predstavljati kao, imitirati, lažno predstavljati
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικός στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: osobni, vlastitu, osobne, pokretan, privatan, osobno, osobna, osobnih