Προσωπικός στα πολωνικά
Μετάφραση: προσωπικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niedyskretny, osobowy, indywidualny, imienny, personalny, osobisty, prywatny, własny, osobista
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικός
προσωπικός φάκελος υγείας, προσωπικός υπολογιστής, προσωπικός χάρτης, προσωπικός ψηφιακός βοηθός, προσωπικός μαγνητισμός, προσωπικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, προσωπικός στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- προσωπικά στα πολωνικά - osobiście, osobistego, osobiste, personalnie
- προσωπικό στα πολωνικά - sztab, obsadzać, personel, kadra, oś, pałka, załoga, ...
- προσωπικός στα πολωνικά - niedyskretny, osobowy, indywidualny, imienny, personalny, osobisty, prywatny, ...
- προσωπικότητα στα πολωνικά - postawa, indywidualność, osobistość, osobowość, osobowości, osobowością, charakter
- προσωποποιώ στα πολωνικά - uosabiać, personifikować, ucieleśniać, podszywać się pod, podszywać, podszyć
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: niedyskretny, osobowy, indywidualny, imienny, personalny, osobisty, prywatny, własny, osobista
Μεταφράσεις: niedyskretny, osobowy, indywidualny, imienny, personalny, osobisty, prywatny, własny, osobista