Προσωπικός στα λευκορωσικά

Μετάφραση: προσωπικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чисты, асабісты, асабовы
Προσωπικός στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικός

προσωπικός φάκελος υγείας, προσωπικός υπολογιστής, προσωπικός χάρτης, προσωπικός ψηφιακός βοηθός, προσωπικός μαγνητισμός, προσωπικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, προσωπικός στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • προσωπικά στα λευκορωσικά - асабіста
  • προσωπικό στα λευκορωσικά - супрацоўнікі
  • προσωπικός στα λευκορωσικά - чисты, асабісты, асабовы
  • προσωπικότητα στα λευκορωσικά - абавязковасьць, асобу, асоба, асобы
  • προσωποποιώ στα λευκορωσικά - выдаваць сябе
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: чисты, асабісты, асабовы