Προσωπικός στα εσθονικά

Μετάφραση: προσωπικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
isikuline, isiklik, isikliku, isikuandmete, isiklikku, isiklike
Προσωπικός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικός

προσωπικός φάκελος υγείας, προσωπικός υπολογιστής, προσωπικός χάρτης, προσωπικός ψηφιακός βοηθός, προσωπικός μαγνητισμός, προσωπικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, προσωπικός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • προσωπικά στα εσθονικά - isiklikult, personaalselt, ise
  • προσωπικό στα εσθονικά - töötajad, personal, sau, töötajate, personali, töötajatele
  • προσωπικός στα εσθονικά - isikuline, isiklik, isikliku, isikuandmete, isiklikku, isiklike
  • προσωπικότητα στα εσθονικά - isiksus, isikupära, isik, isiku, isiksuse
  • προσωποποιώ στα εσθονικά - kehastama, kehastamiseks, kehastada, esinema, Imitoida
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: isikuline, isiklik, isikliku, isikuandmete, isiklikku, isiklike