Προσωπικός στα σλοβενικά

Μετάφραση: προσωπικός, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oseben, personální, osebni, osebna, osebno, osebne, osebnega
Προσωπικός στα σλοβενικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικός

προσωπικός φάκελος υγείας, προσωπικός υπολογιστής, προσωπικός χάρτης, προσωπικός ψηφιακός βοηθός, προσωπικός μαγνητισμός, προσωπικός λεξικό γλώσσας σλοβενικά, προσωπικός στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • προσωπικά στα σλοβενικά - osebno, osebne
  • προσωπικό στα σλοβενικά - štáb, osebje, zaposleni, osebja, zaposlenih, uslužbenci
  • προσωπικός στα σλοβενικά - oseben, personální, osebni, osebna, osebno, osebne, osebnega
  • προσωπικότητα στα σλοβενικά - osebnost, osebnosti, personality, osebnostne
  • προσωποποιώ στα σλοβενικά - izdajali, poosebiti, poosebljanje, Utjeloviti, oponašati
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικός στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: oseben, personální, osebni, osebna, osebno, osebne, osebnega