Προσωπικός στα λιθουανικά

Μετάφραση: προσωπικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
asmens, asmeninis, asmeninė, asmeninės, asmeninio
Προσωπικός στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικός

προσωπικός φάκελος υγείας, προσωπικός υπολογιστής, προσωπικός χάρτης, προσωπικός ψηφιακός βοηθός, προσωπικός μαγνητισμός, προσωπικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, προσωπικός στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • προσωπικά στα λιθουανικά - asmeniškai, pats
  • προσωπικό στα λιθουανικά - personalas, darbuotojai, personalo, darbuotojų, darbuotojams
  • προσωπικός στα λιθουανικά - asmens, asmeninis, asmeninė, asmeninės, asmeninio
  • προσωπικότητα στα λιθουανικά - asmenybė, asmenybės, asmens, asmenybę, asmens statusą
  • προσωποποιώ στα λιθουανικά - apsimesti, pamėgdžioti, dėtis, apsimesti kitu, neapsimesite
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: asmens, asmeninis, asmeninė, asmeninės, asmeninio