Προσωπικός στα ρουμανικά
Μετάφραση: προσωπικός, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
personal, personale, personală, caracter personal, cu caracter personal
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικός
προσωπικός φάκελος υγείας, προσωπικός υπολογιστής, προσωπικός χάρτης, προσωπικός ψηφιακός βοηθός, προσωπικός μαγνητισμός, προσωπικός λεξικό γλώσσας ρουμανικά, προσωπικός στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- προσωπικά στα ρουμανικά - personal, personale, personală
- προσωπικό στα ρουμανικά - facultate, personal, personalului, personalul, de personal, a personalului
- προσωπικός στα ρουμανικά - personal, personale, personală, caracter personal, cu caracter personal
- προσωπικότητα στα ρουμανικά - personalitate, personalitatea, personalității, de personalitate, personalitatii
- προσωποποιώ στα ρουμανικά - juca rolul, imita, se dea drept, dea drept, da drept
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικός στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: personal, personale, personală, caracter personal, cu caracter personal
Μεταφράσεις: personal, personale, personală, caracter personal, cu caracter personal