Σαρκικός στα ρωσικά

Μετάφραση: σαρκικός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
чувственный, плотский, плотские, плотской, плотское, плотским
Σαρκικός στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαρκικός

σαρκικός πόλεμος, σαρκικός λεξικό γλώσσας ρωσικά, σαρκικός στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • σαρκασμός στα ρωσικά - грядка, копаться, берлога, находить, окапывать, прорывать, докапываться, ...
  • σαρκαστικός στα ρωσικά - разъедающий, едкий, насмешливый, саркастический, каустический, каустик, язвительный, ...
  • σαρκοβόρος στα ρωσικά - плотоядный, плотоядных, плотоядными, плотоядные, плотоядное
  • σαρκοφάγος στα ρωσικά - плотоядный, саркофаг, саркофага, саркофаге, саркофаги
Τυχαίες λέξεις
Σαρκικός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: чувственный, плотский, плотские, плотской, плотское, плотским